ρεγουλάρισμα

ρεγουλάρισμα
το
ρύθμιση: Η μηχανή για να αποδώσει θέλει ρεγουλάρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρεγουλάρισμα — το, Ν [ρεγουλάρω] ρύθμιση …   Dictionary of Greek

  • κανόνισμα — το ο διακανονισμός, εξομάλυνση, ρεγουλάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”